πετριά

πετριά
η, Ν
1. βολή, ρίψη πέτρας
2. η απόσταση στην οποία φτάνει η ρίψη πέτρας
3. χτύπημα, τραύμα από ρίψη πέτρας
4. υπαινιγμός («μού ριξε μια πετριά μπροστά στους άλλους»)
5. έμμονη ιδέα, ιδιοτροπία («έχει την πετριά τής μεγαλοφυίας» — νομίζει ότι είναι μεγαλοφυής και συμπεριφέρεται ανάλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ιά (πρβλ. ξυλ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετριά — η 1. ρίξιμο ή χτύπημα με πέτρα: Έριξε μια πετριά στα κλαδιά κι έφυγαν όλα τα πουλιά από το δέντρο. 2. μτφ., υπονοούμενο, υπαινιγμός: Την ώρα του φαγητού του έριξε μια πετριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] …   Dictionary of Greek

  • αγκωναριά — η [αγκωνάρι] χτύπημα με αγκωνάρι, πετριά …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • παραπετρ(ι)ά — η χτύπημα κατά λάθος από πέτρα που ρίχθηκε για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετριά «χτύπημα με πέτρα, υπαινιγμός» (< πέτρα)] …   Dictionary of Greek

  • παραπετριά — η 1. χτύπημα με πέτρα που αποστρακίζεται, πετριά που χτυπάει άλλον αντί άλλου. 2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Αυτό ήταν παραπετριά για την πεθερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”